μακαρονικός

μακαρονικός
-ή, -ό
αυτός που αποτελείται από λόγιες, ιδιωματικές κτλ. λέξεις και εκφράσεις: Δεν καταλαβαίνω ποτέ τα μακαρονικά του λόγια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μακαρονικός — ή, ό 1. (για λόγο) αυτός που περιέχει μακαρονισμούς 2. (για συγγραφέα) αυτός που μεταχειρίζεται μακαρονισμούς στον λόγο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ. λατ. macaronicus < macaroni. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά για τον λόγο που περιέχει ανάμικτα… …   Dictionary of Greek

  • μακαρονίζω — χρησιμοποιώ μακαρονισμούς στον λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρόνι (βλ. μακαρονικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • μακαρονισμός — ο 1. η ανάμιξη στη γλώσσα στοιχείων δημοτικής και καθαρεύουσας 2. η χρήση στον λόγο εξεζητημένων και αδόκιμων αρχαϊσμών 3. είδος ελαφράς ποίησης στην οποία χρησιμοποιούνταν ανάμικτα ιταλικές και λατινικές λέξεις 4. είδος ελαφράς ποίησης στην… …   Dictionary of Greek

  • μακαρονιστί — επίρρ. με μακαρονικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρονίζω (πρβλ. μακαρόνισα) + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. λυδισ τί). Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή. Βλ. και μακαρονικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”